φαινόλες

φαινόλες
Αρωματικές οργανικές ενώσεις που χαρακτηρίζονται από την παρουσία στο μόριό τους μιας ή περισσότερων υδροξυλικών ομάδων. Οι φ. μπορούν να θεωρηθούν παράγωγα των αρωματικών υδρογονανθράκων, αφού σε αυτά αντικαθίστανται ένα ή περισσότερα από τα υδρογόνα τους με ομάδες -OH (υδροξύλια). Οι ομάδες αυτές ενώνονται απευθείας με τον δακτύλιο του υδρογονάνθρακα και προσδίδουν στην ένωση χαρακτήρα που συγκρίνεται με τις τριτοταγείς αλκοόλες. Οι φ. είναι ουσίες αρκετά διαδεδομένες στη φύση σε ελεύθερη κατάσταση ή σε μορφή ενώσεων με περισσότερο ή λιγότερο πολύπλοκη σύνθεση. Συναντιούνται π.χ. στα φύλλα των ανθών και στους κορμούς πολλών φυτών, στο πετρέλαιο, στην πίσσα και σε μερικούς ορυκτούς άνθρακες. Η απόσταξη της πίσσας ορυκτού άνθρακα ήταν η πρώτη μέθοδος παραλαβής των ενώσεων αυτών. Η σημαντικότερη από τις διάφορες μεθόδους σύνθεσης φ. συνίσταται στην τήξη νατριούχου ή καλιούχου άλατος του βενζοσουλφονικού οξέος με σόδα ή καυστικό κάλιο. Στο εργαστήριο μπορούν επίσης να παρασκευαστούν φ. με θέρμανση σε νερό ενός οποιουδήποτε διαζωνιακού άλατος. Οι φ. μπορεί να είναι μονοσθενείς, δισθενείς ή πολυσθενείς αν περιέχουν αντίστοιχα μια ή περισσότερες υδροξυλικές ομάδες. Αντίθετα προς τις αλκοόλες, που δίνουν άλατα μόνο με απευθείας επεξεργασία με τα αλκαλικά μέταλλα, οι φ. δίνουν άλατα με τα υδροξείδια των αλκαλίων, σύμφωνα με μια γνήσια και πραγματική αντίδραση εξουδετέρωσης. Η συμπεριφορά αυτή εξηγείται από το γεγονός ότι στις φ. το υδροξύλιο είναι απευθείας ενωμένο με μια αρωματική κυκλική δομή. Ο αρωματικός πυρήνας χαρακτηρίζεται από έναν ασθενή όξινο χαρακτήρα και, επειδή γειτνιάζει με διπλούς δεσμούς, το υδρογόνο του υδροξυλίου εμφανίζει μια ιδιαίτερη δραστικότητα· τούτο εξηγεί γιατί οι φ. συμπερφέρονται ως ασθενή οξέα και σχηματίζουν άλατα (τα φαινολικά) με τα υδροξείδια των αλκαλίων. Αντιδρούν δραστικά με τον χλωριούχο σίδηρο και δίνουν διάφορες σύμπλοκες ενώσεις ερυθροϊώδεις, ιώδεις κλπ., που ανιχνεύονται από το χρώμα τους. Όπως οι αλκοόλες, οι φ. δίνουν αιθέρες και εστέρες, ουσίες καλά κρυσταλλωμένες που εφαρμόζονται σε πολλές αντιδράσεις της οργανικής χημείας. Από τις περισσότερο ενδιαφέρουσες φ. είναι η απλά λεγόμενη φαινόλη, που αντιστοιχεί στον τύπο C6H5OH. Σε καθαρή κατάσταση έχει μορφή λευκής κρυσταλλικής σκόνης με χαρακτηριστική οσμή· είναι αρκετά δηλητηριώδης και καυστική, λίγο διαλυτή στο νερό, πολύ στον αιθέρα και στην αλκοόλη και, λόγω του όξινου χαρακτήρα της, ονομάζεται και φαινικό οξύ. Αλλοιώνεται εύκολα στον αέρα και μετατρέπεται οξειδούμενη σε μια ροδόχρωμη ουσία· διατηρείται αναλλοίωτη μόνο όταν δεν έρχεται σε επαφή με τον αέρα. Παρασκευάζεται με μια από τις γενικές μεθόδους αν λιώσουμε με καυστικό νάτριο το βενζοσουλφονικό οξύ, σε θερμοκρασία περίπου 300°C, ή με οξείδωση, με παρουσία κατάλληλων καταλυτών του βενζολίου σε υψηλές θερμοκρασίες. Η φ. που λαβαίνεται με απόσταξη της πισσασφάλτου του ορυκτού άνθρακα, αν και δεν είναι τόσο καθαρή, αντιπροσωπεύει σήμερα το 10% της παγκόσμιας παραγωγής. Η φ. είναι μια οργανική ένωση μεγάλης σημασίας· χρησιμοποιείται για την παρασκευή των φαινολοπλαστικών (συνθετικές ρητίνες με τις οποίες κατασκευάζονται ποικίλα αντικείμενα), του σαλικυλικού οξέος και των παραγώγων του και για τη σύνθεση πολλών άλλων οργανικών ενώσεων. Έχει βακτηριοκτόνο δράση (απολυμαντικά), αλλά η τοξικότητα περιορίζει τη χρήση της. Η εισαγωγή και άλλων υδροξυλίων στο μόριο της φ. (πολυσθενείς φ.) αυξάνει τη διαλυτότητα στο νερό των ενώσεων αυτών και την ελαττώνει στους οργανικούς διαλύτες. Στην ομάδα των δισθενών ανήκουν η πυροκατεχίνη, η ρεζορκίνη, η υδροκινόνη. Οι τρισθενείς φ. είναι η πυρογαλλόλη, η φλωρογλυκίνη, η οξυυδροκικόνη. Από τα παράγωγα των φ. είναι οι νιτρυφαινόλες, που χαρακτηρίζονται από την παρουσία μιας ή περισσότερων νιτρικών ομάδων, οι οποίες αυξάνουν την οξύτητα των φαινολών.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • διαζωνίου, άλατα — Ομάδα διαζωνιακών ενώσεων ιδιαίτερης σημασίας, που χρησιμοποιούνται ως αρχικές ουσίες για την παρασκευή πολυάριθμων προϊόντων. Οι χαρακτηριστικές ιδιότητες των ενώσεων αυτών αποδεικνύουν τον χαρακτήρα τους ως ιοντικών αλάτων: είναι αδιάλυτα στους …   Dictionary of Greek

  • δηλητήριο — Ουσία ικανή, ακόμη και σε πολύ μικρή ποσότητα, να επιφέρει τον θάνατο ενός ατόμου. Υπό ευρύτερη έννοια, δ. καλείται κάθε ουσία ικανή να προκαλέσει μια παθολογική κατάσταση στο άτομο, κατά την οποία οι οργανικοί ιστοί μπορεί να υποστούν πρόσκαιρες …   Dictionary of Greek

  • ηλιογραφία — Μέθοδος για την αναπαραγωγή σχεδίων σε φωτογραφικό χαρτί, με άμεση επαφή ανάλογη με την κυανογραφία. Και οι δύο αυτές μέθοδοι είναι πλέον ουσιαστικά ιστορικές, μια και έχουν αντικατασταθεί από νεότερες τεχνικές. Στην η. το σχέδιο (σε διαφανές… …   Dictionary of Greek

  • κατράμι — Παχύρρευστη, βαθύχρωμη, ελαιώδης ουσία με φαινολική οσμή. Είναι μείγμα διαφόρων προϊόντων, όπως οι υδρογονάνθρακες, οι φαινόλες, οι θειούχες και αζωτούχες ενώσεις, καθώς και ποικίλων ποσοτήτων νερού και λεπτότατης σκόνης άνθρακα, η οποία… …   Dictionary of Greek

  • κινόνες — Ομάδα αρωματικών (κυκλικών) δικετονών, στις οποίες τα άτομα του άνθρακα των καρβονυλικών ομάδων αποτελούν μέρος του αρωματικού δακτυλίου. Προέρχονται από το βενζόλιο και τα παράγωγά του, με αντικατάσταση δύο ατόμων υδρογόνου από δύο άτομα… …   Dictionary of Greek

  • κρεσόλη — Ονομασία που αποδίδεται σε τρεις ισομερείς μεθυλο φαινόλες, οι οποίες λαμβάνονται κατά την απόσταξη της λιθανθρακόπισσας ή του ξύλου διαφόρων φυτών. Οι τρεις κ. είναι δύσκολο να διαχωριστούν μεταξύ τους, επειδή τα σημεία ζέσεώς τους είναι πολύ… …   Dictionary of Greek

  • κρεόζωτο — Μείγμα αρωματικών οργανικών ενώσεων ή φαινολών, το οποίο λαμβάνεται από την απόσταξη των ξύλων της οξιάς ή άλλων φυτών και της λιθανθρακόπισσας. Το προερχόμενο από την απόσταξη των ξύλων κ. είναι ένα ελαιώδες, άχρωμο έως κίτρινο υγρό κατά την… …   Dictionary of Greek

  • μερκαπτάνες — Οργανικές ενώσεις που περιέχουν θείο· μπορούν να θεωρηθούν ως παράγωγα των αλκοολών, τα οποία προκύπτουν με αντικατάσταση της υδροξυλικής ομάδας ( OH) με σουλφυδρική ομάδα ( SH) και γι’ αυτό ονομάζονται και θειοαλκοόλες. Ο όρος μερκαπτάνες είναι… …   Dictionary of Greek

  • νίτρωση — θεμελιώδης εργασία στην οργανική χημική βιομηχανία, η οποία συνίσταται στην εισαγωγή μιας νιτρομάδας ( NOj) σε αντικατάσταση ενός ατόμου οργανικού υδρογόνου. Η δραστικότητα κατά τη ν. ποικίλλει ανάλογα με τη φύση των ενώσεων· μερικές ουσίες, όπως …   Dictionary of Greek

  • πίσσα — Προϊόν συμπύκνωσης, που προέρχεται από την ξηρά απόσταξη οργανικών υλών. Είναι υγρό ή παχύρευστο προϊόν, μαύρου ή σκούρου συνήθως χρώματος και αδιάλυτο στο νερό. λιθανθρακόπισσα. Είναι ένα παραπροϊόν της παρασκευής του φωταερίου, το οποίο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”